- πότου
- πότηςdrinkermasc gen sgπότοςdrinking-boutmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτοῦ — ποτάομαι fly hither and thither pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) ποτάομαι fly hither and thither imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ποτέομαι fly hither and thither pres imperat mp 2nd sg (attic) ποτέομαι fly hither and thither… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… … Dictionary of Greek
ζύθος — ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, ους, τὸ) οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού τής βύνης, μπίρα αρχ. είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω τής σημασίας της (είδος… … Dictionary of Greek
σικεροπότης — ὁ, Α πότης τού ποτού σίκερα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκερα «είδος ποτού» + πότης (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. οἰνο πότης] … Dictionary of Greek
τζιν — (gin). Οινοπνευματώδες ποτό, που παρασκευάζεται κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες από σιτηρά (κριθάρι, σιτάρι, βρώμη) και αρωματίζεται με καρπούς κέδρου ή άλλες ουσίες (φλούδα λεμονιού ή πορτοκαλιού, κασσία, κάρδαμο, ρίζα ίριδας κ.ά.). Τη στιγμή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
пиво — ПИВ|О (27), А с. 1.Питье, напиток: ими ми вѣрѹ оч҃е ˫ако и съсѹдъ тъ въ немьже бѣ таковоѥ пиво опровратихъ. и тако ниць положихъ. ЖФП XII, 54а; Постъ разѹмѣнъ бысть съмѣрени˫а ради тѣлесе. аще ѹбо тѣло въ съмѣрении ѥсть. и паче въ немощи ѥсть.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
пиръ — ПИР|Ъ (105), А с. 1. Пир, пиршество: и без ѹма въ пирѣ не мѹдрис‹ѧ›. бѹди ˫ако же вѣды и мълчѧ. Изб 1076, 151 об.; ˫ако не подобаѥть никакоже въ цр҃квахъ пировъ творити. (συμπόσια) КЕ XII, 125а; добро ити въ д҃нь плача. нежели ити въ домъ пира.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek
άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek